- ἰαχρός
- ἰαχρός [ῐ], όν,A melted, softened: metaph., at ease, tranquil, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιαχρός — ἰαχρός, όν (Α) 1. αυτός που έγινε μαλακός με τήξη 2. ήσυχος, ήμερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ια τού ιαίνω «μαλακώνω με θερμότητα, ανακουφίζω» + επίθημα χρος (πρβλ. αισ χρός, πενι χρός)] … Dictionary of Greek
ἰαχρόν — ἰαχρός melted masc/fem acc sg ἰαχρός melted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)